πυρωποῦ

πυρωποῦ
πυρωπός
fiery-eyed
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ροδόλιθος — ο, Ν (ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό τού μαγγανίου, το οποίο ανήκει στην ομάδα τών γρανατών και αποτελεί μίγμα αλμανδίνη και πυρωπού, με ρόδινο χρώμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”